περιδρόμῳ

περιδρόμῳ
περίδρομος 1
running round
masc/fem/neut dat sg
περίδρομος 2
that which surrounds
masc dat sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • περιδρόμωι — περιδρόμῳ , περίδρομος 1 running round masc/fem/neut dat sg περιδρόμῳ , περίδρομος 2 that which surrounds masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περίδρομος — (I) ο, ΝΜΑ στοά ή δίοδος γύρω από έναν χώρο ή γύρω από ένα οικοδόμημα («ἐποίησε ἐπὶ τῶν οἰκημάτων περιδρόμους καὶ ἐπάλξεις», Ξεν.) νεοελλ. 1. παρωνυχία, φλεγμονή τής δερματικής πτυχής που περιβάλλει το νύχι 2. ισχυρός σπασμωδικός πόνος τού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”